Σταγόνες στη βροχή

Ο μουντός ουρανός απλωνόταν ως τον ορίζοντα προσδίδοντας μια αίσθηση ανάλαφρου βάρους στους ώμους του. Ανακάθισε απαλά στο παγκάκι που βρισκόταν στην άκρη του πάρκου, ψάχνοντας μια αναπαυτικότερη στάση. Μετά από μια δυο προσπάθειες, επέστρεψε ανακουφισμένος στο κόσμο του βιβλίου του. Παρά την ψύχρα που είχε, η υγρασία του πάρκου τον ανάγκασε να βγάλει την τραγιάσκα του και να την αφήσει δίπλα του πλάι στο χάρτινο ποτήρι που άχνιζε, διαχέοντας στην ατμόσφαιρα την μυρωδιά του φρεσκοφτιαγμένου καφέ. Το χέρι του σκούντησε άθελά του την ομπρέλα που ήταν ακουμπισμένη κάθετα στο κάθισμα σαν διαχωριστικό στον ιμάντα του super-market. Ίσως ήταν κάποιες τέτοιες μικρές καθημερινές κινήσεις που έκανε, οι οποίες τον απομάκρυναν από τον κόσμο. Χωρίς να έχει καμία συναίσθηση αυτού του αδιόρατου πέπλου που οριοθετούσε το χώρο του, έσπευσε να σκουπίσει με το ίδιο χέρι την πάχνη ιδρώτα που είχε σχηματιστεί στο φαλακρό του κεφάλι. Τοποθέτησε το υγρό χαρτομάντηλο στην ευρύχωρη, δεξιά τσέπη του παλτού του όπως συνήθως και έπειτα επέστρεψε το δάχτυλό του στην οθόνη του Kindle για να γυρίσει σελίδα.

Αυτή η ιστορία τον είχε συνεπάρει. Μάλιστα βρισκόταν σε ένα κρίσιμο σημείο της, όπου ο ήρωας ήταν έτοιμος να ξεφύγει από το στρατόπεδο συγκέντρωσης που τον κρατούσαν εδώ και τόσο καιρό. Η κατάσταση στο στρατόπεδο ήταν αποπνικτική και φορτισμένη. Η αρνητική ενέργεια εξαπλώνονταν προς όλες τις κατευθύνσεις και μπορούσες να καταλάβεις πως όλοι τη διαισθανόντουσαν. Λίγο πριν συγκρούσεις άρχισαν να ξεσπούν ταυτόχρονα σε διάφορες πτέρυγες χωρίς κάποια συνεννόηση. Ο ήρωας της ιστορίας, έχοντας περάσει τα πάνδεινα, βρισκόταν στα πρόθυρα της τρέλας και ήταν έτοιμος να κάνει το οτιδήποτε για να ξεφύγει. Φυλακισμένος εδώ και τόσο καιρό, αποκομμένος με τη βία από την κοπέλα που αγαπούσε, προδομένος από όλους και όλα, συχνά αναπολούσε τις παλιές όμορφες στιγμές της ζωής του. Την παιχνιδιάρικη ευαισθησία των παιδικών του χρόνων, το μεγάλο όνειρο της νιότης του – να φτάσει στον ουρανό, τη θέρμη της ανόδου, την επίτευξη και καταξίωση καθώς και αυτή την υπέροχη αίσθηση της αιώρησης πάνω από όλη την πλάση που τις συνόδευαν. Και η καρδία του αλάφρωνε για λίγο, όμως μετά πάντα ακολουθούσε ο πόνος της προδοσίας. Όλα αυτά που πίστευε, όλα όσα του είχαν πει ήταν τελικά ένα ψέμα; Είχε κάνει κάποιο λάθος και δεν κατάλαβε; Έφταιγε η κακή του τύχη; Ίσως απλά δεν ήταν φτιαγμένος για την ευτυχία… Όλα είχαν χαθεί πια και το μόνο που έμενε ήταν μια πελώρια σκοτεινή ηλεκτρικά φορτισμένη ατμόσφαιρα που τον περιέβαλε ό,τι κι αν έκανε.

Ένας εκκωφαντικός κρότος έσπασε την βαβούρα που επικρατούσε σε όλο το στρατόπεδο. Μια εκτυφλωτική λάμψη κάλυψε όλη την περιοχή, ενώ η ηλεκτρική εκκένωση που ακολούθησε έριξε το ρεύμα σε όλο το κτήριο. Μετά το φως ήρθε το απόλυτο σκοτάδι. Ο ήρωας κατάλαβε πως αυτή ήταν η ευκαιρία του. Έπεσε με δύναμη πάνω στην πόρτα του κελιού του και άρχισε να τρέχει στο διάδρομο. Είδε πολλούς από τους συγκρατούμενούς του να κάνουν το ίδιο και σύντομα μαζί του έτρεχαν χιλιάδες άλλοι, προς διαφορετικές κατευθύνσεις ο καθένας. Επικρατούσε χάος. Ιδανική συγκυρία για να δραπετεύσει κανείς, σκέφτηκε ο ήρωας. Πριν από αρκετό καιρό, καθώς έκανε μια από τις εργασίες που του είχαν επιβληθεί, είχε παρατηρήσει μια πόρτα ασφαλείας στο κατώτερο στρώμα. Από τότε όποτε έβρισε χρόνο την παρατηρούσε και ήταν σχεδόν σίγουρος πως ήταν η έξοδος. Έπρεπε να είναι αυτή, σε όλο το κτήριο δεν είχε βρει κανένα άλλο τρόπο διαφυγής. Άρχισε λοιπόν να τρέχει προς αυτή τη κατεύθυνση.

Καθώς πέρναγε από τον ένα χώρο στον άλλο, ξαφνικά βρέθηκε ανάμεσα σε μία ομάδα που συγκρούονταν με τους φύλακες. Οι φυλακισμένοι υπερτερούσαν σε αριθμούς αλλά οι φύλακες ήταν οπλισμένοι και δεν φαινόταν να υπολογίζουν τίποτα, χτυπούσαν αλύπητα όποιο σώμα έπεφτε μπροστά τους. Ο ήρωας μπλέχτηκε με τον όχλο και προσπάθησε να βοηθήσει να εξοστρακίσουν τους φύλακες. Τα θύματα των άσπλαχνων φρουρών ήταν πολλά μα ο όχλος κατάφερνε να τους σπρώξει σιγά σιγά προς τα πίσω, παρά τις απώλειες. Ο κόσμος ενωμένος, φωνάζοντας άλλοτε συνθήματα, άλλοτε βρισιές και άλλοτε απλά άναρθρες κραυγές και έπεφτε στη μάχη. Μια μάχη που έμοιαζε ζωής και θανάτου.

Εκεί μέσα στον όχλο την είδε. Δεν μπορούσε να πιστέψει στα μάτια του, μετά από τόσο καιρό δεν ήξερε καν αν θα την αντικρίσει ξανά στη ζωή του. Ακόμα και μέσα σε αυτό το βάναυσο και ζοφερό σκηνικό, στεκόταν εκεί πανέμορφη. Την ξεχώρισε αμέσως, ανάμεσα στον όχλο, παρά το αίμα που κάλυπτε το κούτελό της, παρά την τσαλακωμένη γκρι στολή που φορούσε όπως όλοι, παρά το πρησμένο από τα χτυπήματα πρόσωπό της, την έβλεπε εκεί σαν να την φωτίζει ένα αδιόρατο φως, πάνω από όλους, ξέχωρα από όλα όσα συνέβαιναν, υπέροχη σε κάθε της κίνηση. Άρχισε να τρέχει προς το μέρος της, σπρώχνοντας το πλήθος για να περάσει. Καθώς πλησίαζε ένας βροντερός ήχος κάλυψε το χώρο και μια στρατιά φυλάκων εμφανίστηκε στην πόρτα πίσω από την ομάδα που ήδη πολεμούσε τον όχλο. Οι φύλακες συντεταγμένοι άρχισαν να δημιουργούν ένα κλοιό. Ο ήρωας αμέσως κατάλαβε πως έπρεπε να βιαστεί, δεν είχαν πολύ χρόνο. Απέφυγε δύο χτυπήματα με λοστό καθώς περνούσε κοντά από την πρώτη γραμμή την μάχης αλλά δεν κατάφερε να αποφύγει μία καρέκλα που κάποιος πέταξε από το πίσω μέρος προς τους φύλακες. Ζαλισμένος κατάφερε να φτάσει παραπατώντας ως το μέρος της. Πέφτοντας κρατήθηκε από την την αριστερή τσέπη της στολής της. Αυτή γύρισε σαστισμένη και τον κοίταξε. Μέχρι τότε δεν τον είχε προσέξει. Τα μάτια της γούρλωσαν και έπειτα από ένα μικρό διάστημα που έμεινε ακίνητη, σαν να πάγωσε για αυτήν ο χρόνος, δάκρυα άρχισαν να κυλούν ακατάπαυστα στα μάγουλα της. Έσκυψε και τον σήκωσε. Δεν μπορούσε ακόμη να μιλήσει. Ο ήρωας έβαλε όλη του την προσπάθεια για να σηκωθεί. Πρέπει να φύγουμε τώρα, της είπε δείχνοντας τους φύλακες που τους περικύκλωναν και την αγκάλιασε σφιχτά. Σε λίγο άρχισαν να τρέχουν προς την έξοδο που υπήρχε πίσω τους.

Ο διάδρομος είχε αρκετό κόσμο ο οποίος έτρεχε και αυτός να σωθεί. Ο πανικός είχε αρχίσει να τους κυριεύει. Ο ήρωας κοντοστάθηκε και φώναξε με όση δύναμη είχε. Ακολουθήστε με, ξέρω που είναι η έξοδος. Το πλήθος αρχικά σάστισε από την κραυγή του και ενώ αρχικά κανείς δεν κινήθηκε ξαφνικά, σαν να χρειάστηκαν όλοι ένα δύο δευτερόλεπτα για να επεξεργαστούν αυτό που άκουσαν, άρχισαν να κινούνται προς το μέρος του. Ο ήρωας έπιασε σφιχτά το χέρι της. Την κοίταξε στα μάτια και σαν να είχαν συνεννοηθεί χωρίς λόγια ξεκίνησαν να τρέχουν. Οι φύλακες δεν άργησαν να φτάσουν ως το διάδρομο. Κυνηγώντας και χτυπώντας όποιον βρίσκονταν πιο κοντά τους ακολουθούσαν με γοργά βήματα την ομάδα που ακολουθούσε τον ήρωα. Η επιλογή τους να τους ακολουθήσουν έδινε μεγαλύτερη σιγουριά στον ήρωα πως πήγαινε προς τη σωστή κατεύθυνση και πως η πόρτα αυτή ήταν όντως η έξοδος. Η ελπίδα είχε αρχίσει να γεννιέται μέσα σε όσους βρισκόταν γύρω του, μετά από τόσο καιρό. Ακόμα και ο ίδιος δεν υπολόγισε σωστά την ισχύ αλλά και την τρομακτική δύναμη της ελπίδας αυτής. Σα χείμαρρος, ο όχλος αντί να ακολουθεί, σχεδόν τους παράσερνε από διάδρομο σε διάδρομο. Από πίσω τους ακολουθούσαν οι φρουροί. Η κλαγγή από το συντονισμένο στρατιωτικό βάδην μετατράπηκε σε ποδοβολητό καθώς η ομάδα των φρουρών ανέπτυσσε ταχύτητα.

Η πόρτα ήταν στο επόμενο δωμάτιο. Μόλις κατέβαιναν τις σκάλες θα την έβλεπαν μπροστά τους, ήταν σίγουρος. Η ένταση τους έδινε δύναμη να υπερβούν την εξάντληση τους. Με δύναμη έπεσαν πάνω την πόστα του κλιμακοστασίου ανοίγοντας την όμως μπροστά τους, στο κάτω πάτωμα, βρισκόταν μια δεύτερη διμοιρία φρουρών. Ο ήρωας προσπάθησε να σταματήσει, όμως ή ορμή της ομάδας τον παρέσερνε. Τα κορμιά όσων ακολουθούσαν έπεσαν με δύναμη πάνω του σπρώχνοντάς τον στα σκαλιά. Χάνοντας την ισορροπία του άρχισε να πέφτει. Αστραπιαία άφησε από το χέρι του την παλάμη της. Η σκέψη να την παρέσερνε κουτρουβαλώντας τα σκαλιά του έκοψε την ανάσα. Τα χτυπήματα από τα σκαλοπάτια ήταν βίαια και ο πόνος εξαπλώθηκε σε όλο του το σώμα. Δεν είχε όμως επιλογή έπρεπε να σηκωθεί. Μπροστά ένας φρουρός έτρεχε προς το μέρος του, πίσω του ο όχλος στεκόταν στην άκρη του πλατύσκαλου και τον κοιτούσε ψάχνοντας ένα σήμα του για την επόμενη κίνηση. Μόνο εκείνη έτρεξε προς το μέρος του, βουτώντας πάνω του για να τον προστατέψει από το γκλοπ του φύλακα που τον είχε πλησιάσει. Ο ήρωας άκουσε τον υπόκωφο βαρύ ήχο καθώς το γκλοπ χτυπούσε πάνω στην πλάτη της. Το κεφάλι του προστατευμένο στην αγκαλιά της. Το τρυφερό άγγιγμά της τον αναγέννησε. Ταυτόχρονα μια βαθιά ανατριχίλα διέτρεξε το κορμί του καθώς ο ήχος τους σπασίματος των πλευρών της πέρασε μέσα από το σώμα της κοπέλας και έφτασε στο αφτί του που βρισκόταν ανάμεσα στα στήθη της. Δεν υπήρχε πια ούτε όχλος, ούτε πόνος, ούτε φόβος, ούτε ελπίδα. Σηκώθηκε ακουμπώντας απαλά την ημιλιπόθυμη κοπέλα στη βάση της σκάλας. Το βλέμμα του ήταν κενό. Οι γροθιές του σφιγμένες και έτοιμες. Ο φρουρός με μια γρήγορη κίνηση έφερε το γκλοπ στο πρόσωπο του ήρωα. Δεν υπήρχε πια ήχος. Δεν υπήρχε πόνος. Δεν υπήρχε έλεος. Ο ήρωας ακλόνητος έπιασε το χέρι του φρουρού και με μια κουτουλιά του έσπασε τη μύτη και τέσσερα πέντε μπροστινά δόντια. Γύρισε το βλέμμα του προς τους υπόλοιπους φύλακες. Αυτοί κοντοστάθηκαν. Στη θέση των ματιών του υπήρχε μόνο σκοτάδι. Κανένας δεν κινήθηκε. Έπειτα από λίγο οι φρουροί κάναν ένα βήμα πίσω.

Στη σκάλα η μάχη με την πρώτη διμοιρία συνεχιζόταν. Σπρωξίματα, χτυπήματα, φωνές. Κάποιοι φυλακισμένοι άρχισαν να κατεβαίνουν τη σκάλα. Οι πρώτη που έφτασαν κάτω βοήθησαν την κοπέλα που ανακτούσε τις αισθήσεις της. Ξαφνικά ακούστηκε ένας δυνατός κρότος από το πίσω μέρος. Κάποιος είχε είχε φτιάξει μια αυτοσχέδια βόμβα. Φωτιά ξεπήδησε από το σημείο της έκρηξης και άρχισε να εξαπλώνεται βρίσκοντας έφορο έδαφος στη πλαστική ταπετσαρία που κάλυπτε τους τοίχους. Μαζί με τον όχλο κατέβηκε στον κάτω όροφο και η φωτιά. Στο θέαμα αυτό οι φύλακες που εμπόδιζαν την έξοδο αποφάσισαν να εγκαταλείψουν τη θέση τους. Η ορμή των φυλακισμένων παρέσυρε το κορμί του ήρωα που ακόμη στεκόταν ακλόνητος μπροστά από τους φρουρούς έτοιμος να τελειώσει την ύπαρξή τους. Τότε ένοιωσε το άγγιγμά της. Το απαλό τρεμάμενο χέρι της είχε πάρει τη θέση του, ανάμεσα στο δικό του, μετατρέποντας την γροθιά σε φωλιά. Ο ήρωας ένοιωσε τη ζεστασιά της. Μαζί της ήρθε και η αίσθηση γενικότερα όλου του σώματος του αλλά και του τι συνέβαινε γύρω του. Ο πόνος εξαπλώθηκε αστραπιαία σε όλο του το σώμα, το οποίο βρισκόταν στον αέρα, παρασυρμένο από τον όχλο που έτρεχε προς την έξοδο…

Η πρόσκρουση των σωμάτων έκανε την πόρτα να ανοίξει με πάταγο. Στην άλλη μεριά της πόρτας όμως βρισκόταν μόνο το κενό, τίποτα παραπάνω. Ένας ένας όλοι όσοι είχαν περάσει το κατώφλι της, βρισκόταν τώρα στον αέρα, σε μια ελεύθερη πτώση εκατοντάδων μέτρων. Όσοι κατάφεραν να σταματήσουν πριν να βουτήξουν στο κενό στεκόντουσαν τώρα μαρμαρωμένοι στο κατώφλι, βλέποντας τους συγκρατούμενούς τους να πέφτουν προς το χαμό τους. Κάποιοι συνέχιζαν να βουτάνε, μην έχοντας τη δύναμη να γυρίσουν στον προηγούμενο εφιάλτη. Ο ήρωας έπεφτε μουδιασμένος. Δεν μπορούσε να πιστέψει όσα γινόντουσαν. Τους είχε οδηγήσει όλους, όχι είχε οδηγήσει εκείνη στο τέλος. Προσπάθησε να σφίξει το χέρι της όμως μια δύνη του ανέμου τους χώρισε. Την έβλεπε να πέφτει δίπλα του, χωρίς να μπορεί να κάνει το οτιδήποτε. Τα δευτερόλεπτα που ακολούθησαν του φάνηκαν ώρες. Η καρδιά του πήγαινε να σπάσει, το μυαλό του έψαχνε να βρει κάτι, μια ιδέα μια σκέψη, μα μάταια. Μια δεύτερη δύνη του ανέμου τους απομάκρυνε ακόμη περισσότερο. Ο ήρωας κοίταξε προς τα κάτω. Δεν είχε πολύ χρόνο, η πρόσκρουση ήταν αναπόφευκτη. Γύρισε και με βουρκωμένα μάτια την κοίταξε για μια τελευταία φορά. Εκείνη του χαμογέλασε.

Πλαφ.

Ένοιωσε την πρώτη πρώτη σταγόνα στο κεφάλι του. Σήκωσε την δεξιά παλάμη του προς τα πάνω και μια δεύτερη προσγειώθηκε πάνω της. Κοίταξε προς τον ουρανό και έμεινε για λίγο σκεπτικός. Ήταν σύμπτωση άραγε; Με το δεξί του χέρι ακούμπησε απαλά το κεφάλι του εκεί ακριβώς που είχε πέσει η πρώτη σταγόνα. Στάθηκε για λίγο με την παλάμη του στο κεφάλι και πήρε μια βαθιά ανάσα. Ένα ζεστό χαμόγελο ανακούφισης ζωγραφίστηκε στο πρόσωπό του. Έπειτα γύρισε στο πλάι και τοποθέτησε το kindle στην τσάντα του για να το προστατέψει. Σήκωσε την τραγιάσκα του και την φόρεσε. Αφού ξεκίνησε να γυρίσει προς το σπίτι του οι υπόλοιπες στάλες άρχισαν να πέφτουν. Δεν χρειάστηκε την ομπρέλα του όμως, ήταν απλά ένα ψιλόβροχο.

About NickTheYits

Still in the process to find myself
This entry was posted in Λογοτεχνία. Bookmark the permalink.

Leave a comment